- κοντυλοφόρος
- -οβλ. κονδυλοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντυλοφόρος — ο γραφικός κάλαμος στο άκρο του οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονδυλοφόρος — και κοντυλοφόρος, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, κονδυλόρριζος 2. το αρσ. ως ουσ. ο κονδυλοφόρος όργανο γραφής, καλάμι ειδικό για γράψιμο, κυρίως το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό στέλεχος, στην άκρη τού οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα.… … Dictionary of Greek